ἀνεψιόν

ἀνεψιόν
ἀνεψιός
first cousin
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευμενώ — εὐμενῶ, έω (Α) [ευμενής] 1. είμαι ευμενής, ευνοϊκός («εὐμενέοι τιτὰν Φαέθων», Οππ.) 2. φέρομαι με ευμένεια, με καλοσύνη σε κάποιον («εὐμενέοντες ἀνεψιόν», Πίνδ.) 3. παθ. εὐμενοῡμαι πάπ. παρέχω ευμένεια, έχω ευνοϊκή διάθεση, συμπεριφέρομαι ευμενώς …   Dictionary of Greek

  • κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

  • Κρέμος, Γεώργιος — (1839 – 1926). Ιστορικός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε με κρατική υποτροφία στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη ιστορικών και γεωγραφικών κειμένων. Όταν ολοκλήρωσε τον κύκλο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”